Πέμπτη, Οκτωβρίου 26, 2006
όταν ο Ριβάλντο συνάντησε τον Καββαδία...


ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΡΟΠΟΝΗΤΗ ΚΑΙΣΑΡΑ SOLIED ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

( το πρωτότυπο εδώ)

«Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δεν μας σώζει…»
ΚΑΙΣΑΡ
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ (ποιητής1902-1970)

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ’ αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των αντιπάλων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα στου Φάληρου τη γη.

Κάτι που θα ‘κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που σαν Αλέφαντος πάντοτε σου σκίζει τα χαρτιά.
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη ομάδα του Νοτιά.

Κάτι που θα’ κανε τα υγρά, νορβηγικά σας μάτια,
που αβροί Προέδροι τ’ αγαπούν και σιωπηροί διαιτηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιο τρόπο που, ως λεν, δε γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ… Σκεφτήτε… Εγώ.
Μια ομάδα… Να σας πάρει, Καίσαρ… Να μας πάρει…
Μια ομάδα, που πολύ μακριά θα την οδηγώ.

Μιά μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
– Οι προκρίσεις περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά γκολπόστ η βροχή θα ράντιζε,
κι’ οι οπαδοί στους ντόκους θα γυρίζαν.

Οι εξέδρες ξένες θα μας δέχονταν,
οι εξέδρες οι πιό απομακρυσμένες
κι’ εγώ σ’ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.

Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες του Πειραιά ιστορίες,
για πρωταθλήματα ή για τα κύπελα,
του
Champions league, τις άγονες πορείες.

Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους γαύρους θε ν’ ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ’ ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.

Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι’ η πρόκριση πάντα μόνους να μας βρίσκει.
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουϊσκυ.

Και μιά γριά στη Λυόν, κεντήστρα στίγματος,
– μιά γριά σ’ ένα πολύβουο καφενείο –
μιά αιμάσσουσα Ρεάλ θα μου στιγμάτιζε,
κι’ ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.

Και μιά βραδιά στη Ρώμη, ή στη Βαλένθια
στα μάτια οπαδού που θα χορέψει
γυμνός στη Θύρα 7 ανάμεσα,
θα δήτε – ίσως – τη νίκη να επιστρέψει.

Καίσαρ, από ένα θάνατο σε αποδυτήρια,
κι’ από ένα χωμάτινο στον πάγκο μνήμα,
δε θα ‘ναι ποιητικώτερο και πι’ όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, πέναλτυ ανεκτέλεστα,
φάουλ κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως χτυπώντας τα να με οικτείρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

Η μόνη μου παράκληση όμως θα ‘τανε,
την ταχύτητά μου να μην ειρωνευθήτε.
Κι’ όπως εγώ για έναν κόουτς εδεήθηκα,
για έναν παπού εσείς προσευχηθήτε.

Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού,
(πρώτη έκδοση, Περιοδικό «Ο Κύκλος» 1933)

(δεύτερη έκδοση, Γήπεδο «Καραϊσκάκης» 2006)

Ετικέτες ,

 
posted by παράλληλος at 9:18 π.μ. | Permalink |


0 Comments: